Σχετικά με τον Μανώλη Χιώτη έχουν γραφτεί πολλές πληροφορίες.
Αυτές είτε έχουν βιογραφικό χαρακτήρα είτε αφορούν το μουσικό του έργο, το οποίο είναι τεράστιο ως προς το περιεχόμενό του και από τα πιο καινοτόμα στην νεώτερη ελληνική μουσική ιστορία.
Παρ'όλα αυτά μία από τις περιόδους του, πιο συγκεκριμένα η προπολεμική του περίοδος, δεν έχει έρθει στην επιφάνεια αρκετά, ενώ δεν έχει πέσει στα χέρια μου κάποια σχετική μελέτη για αυτήν.
Η προπολεμική περίοδος μουσικής δράσης του Μανώλη Χιώτη είναι η πρώτη περίοδος εμφάνισης του στα μουσικά δρώμενα της εποχής, όπου δείχνει το ιδιαίτερό του παίξιμο και συνθετικό δαιμόνιο, το οποίο τον κάνει να ξεχωρίζει από πολύ νωρίς ανάμεσα στους υπόλοιπους παίχτες του μπουζουκιού της εποχής εκείνης.
Σπάνια φωτογραφία του Μανώλη Χιώτη το 37'-38' με παλιό τρίχορδο μπουζούκι.
Σχετικά με το παίξιμό του
Επειδή δεν είναι δυνατό να αναφερθούν όλα τα στοιχεία του "παιξιματικού" χαρακτήρα του Χιώτη, θα αναφερθούν μόνο τα κυριότερα, σύμφωνα με το ότι κατέστησαν πρωτοποριακό το παίξιμο του στην διάρκεια αυτής της περιόδου και συνέβαλε ως βάση για την περαιτέρω εξέλιξη του μεταπολεμικά.
1. Αν παρατηρήσει κανείς το παίξιμο του νεαρού Χιώτη, θα παρατηρήσει οτι πρόκειται για ένα παίξιμο με ένταση, ίσως και νευρικό κάποιες φορές. Λόγου χάρη, στο ταξίμι που παίζει πριν από το κομμάτι "Γιατί δεν λες το ναι και συ" (Το χρήμα δεν το λογαριάζω), είναι αρκετά εμφανής η έντασή του, όχι όμως στα όρια της νευρικότητας.
Είναι επίσης παρατηρήσιμο το γεγονός ότι αυτή η ένταση δεν μειώνεται καθόλου, εκτός από το σημείο 0:19-0:22, σημείο στο οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια. Είναι όμως σημαντικό να αναφερθεί ότι η ένταση αυτή είναι ευδιάκριτη στην αρχή του ταξιμιού, όπου χτυπάει παρατεταμένα την νότα Σιb, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε σε ανάλογες περιπτώσεις άλλων παιχτών της ίδιας εποχής, οι οποίοι συνήθιζαν να κρατούν ανάλογης περίπτωσης νότες χωρίς να υπάρχει η αίσθηση που υπάρχει στην περίπτωση αυτή που παίζει ο Χιώτης.
Ανάλογης περίπτωσης με την προηγούμενη αποτελεί το ταξίμι πριν από το κομμάτι "Πιο πέρα από το Τζάνειο", στο οποίο συνολικά δεν υπάρχει τόση ένταση. Παρ'όλα αυτά στο σημείο που παίζει τα αρμονικά διαστήματα υπάρχει νευρικότητα (κάτι το οποίο θα το διατηρήσει και μεταπολεμικά (βλέπε "Θα σε διώξω" 1947), όπως και έπειτα μέχρι το τέλος του ταξιμιού.
Εκτός όμως από τους αυτοσχεδιασμούς του, νευρικότητα υπάρχει και στις εκτελέσεις τραγουδιών από αυτόν.
Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί η ηχογράφηση του "Παραπονιέσαι και μου λες", στην οποία παίζει ο ίδιος συνοδεύοντας τον Παγιουμτζή. Αν παρατηρήσει κάποιος το παίξιμό του, θα δει ότι είναι παραπάνω από έντονο, δηλαδή νευρικό κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλη την διάρκεια του κομματιού.
Το στοιχείο αυτό στο παίξιμο του Χιώτη, έχει πολλές πιθανές ερμηνείες ως προς τον λόγο ύπαρξής του. Ίσως να οφειλόταν στο άγχος του νεαρού Χιώτη απέναντι στην ηχογράφηση ενοός κομματιού χωρίς δυνατότητες διόρθωσης οποιουδήποτε λάθους και με ελάχιστες εως μηδαμινές δυνατότητες επανάληψης της ηχογράφησης του κομματιού. Βέβαια ίσως απλά να οφειλόταν στον δυναμισμό του ως άνθρωπο, ο οποίος εξωτερικεύονταν στο παίξιμό του.
Δεν είναι όμως και απίθανο το γεγονός να επέλεξε σκόπιμα να χρησιμοποιήσει τόση ένταση στο παίξιμό του μέχρι και νευρικότητα. Δυστυχώς όμως, δεν είναι δυνατό αυτό -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- να διαπιστωθεί ο λόγος ύπαρξής του.
Το στοιχείο αυτό μεταπολεμικά άρχισε σταδιακά να εξαφανίζεται από το παίξιμό του. Παράδειγμα αυτού του φαινομένου αποτελεί το ταξίμι πριν από το "Μπρος τα κλειστά παράθυρα" του 1956.
2. Αν παρατηρήσει κανείς το παίξιμο του Χιώτη οόσον αφορά το περιέχομενο των φράσεων στους αυτοσχεδιασμούς του, θα καταλάβει οτι από την νεανική του ηλικία ο Χιώτης δεν ήταν απλή περίπτωση.
Προκειμένου να γίνω πιο σαφής και να υποστηρίξω τον ισχυρισμό και να αναφερθώ σε ένα μέρος αυτής της ιδιαιτερότητας στην φρασεολογία του, θα αναλύσω την φρασεολογία ενός μέρους του ταξιμιού πριν από το κομμάτι "Πιο πέρα από το Τζάνειο", που είναι δικής του σύνθεσης και παίζει ο ίδιος, μόνο στα απαραίτητα μέρη για να αποδείξω την ορθότητα του ισχυρισμού.
Στην πρώτη φράση του ταξιμιού (0:00-0:10), ξεκινάει με ένα άρπισμα της συγχορδίας της τονικής του βασικού δρόμου του κομματιού. Το γεγονός αυτό είναι καινοτόμο σε μία μέχρι τότε αντίληψη σχετικά με το ταξίμι, που χειρίζεται στην απορρέουσα φρασεολογία της σπάνια τρίφωνες συγχορδίες (ο Τσιτσάνης παρ'όλα αυτά είναι εξαίρεση, βλέπε "Το μινόρε της ταβέρνας").
Σχετική περίπτωση υπάρχει και στο προγενέστερο χρονολογικά κομμάτι του "Το χρήμα δεν το λογαριάζω" (1938).
Στην δεύτερη φράση του ταξιμιού (0:11-0:15) ο Χιώτης καταλήγει στην 4η βαθμίδα του βασικού δρόμου του κομματιού με μία αλληλουχία νοτών, η οποία δεν συναντάται (τουλάχιστον από όσο έχω ψάξει μέχρι τώρα) πουθενά σε περιπτώσεις τέτοιας εναρμόνισης σε ένα ταξίμι προπολεμικά.
Το γεγονός αυτό, δείχνει την τάση του Χιώτη να αναδεικνύει χρωματισμούς σε κύρια σημεία μιας μελωδίας, αποδεικνύοντας τις πολλές δυνατότητες του οργάνου αλλά και του ίδιου.
Τέλος, στη φράση με την οποία κλείνει το ταξίμι του (0:25-0:34) χρησιμοποιεί αρμονικά διαστήματα, με τέτοιες αξίες και με τέτοιο τρόπο παιξίματος τους, δηλαδή τις παίζει αδιάκοπα χωρίς κάποια προσωδία σε αυτές και με νεύρο, όπως συνηθίζει.
Έπειτα φροντίζει να συνεχίσει με μελωδικά διαστήματα, τα οποία με τρόπο πρωτοποριακό τα παίζει δίνοντας την αίσθηση συνέχειας από τα αρμονικά διαστήματα, κάτι που δεν έχει εμφανιστεί μέχρι τώρα στη δισκογραφία.
Στο τελευταίο μέρος της τελευταίας αυτής φράσης του ταξιμιού, το ταξίμι δεν τελειώνει με άνω τελεία πτώση, αλλά με μισή πτώση, δηλαδή με την 3η βαθμίδα του βασικού δρόμου κάτι που δίνει την αίσθηση συνέχειας περισσότερο από ότι η τελεία πτώση, η οποία χρησιμοποιούνταν κατά κόρον τότε.
Η σύντομη αυτή αναφορά στις ιδιαιτερότητες του παιξίματος του Χιώτη σε ενα ταξίμι του είναι πολύ λίγο από το υλικό που υπάρχει, αλλά καθιστά δυνατή την απόδειξη ότι ο Χιώτης αποτελεί από νωρίς σημείο αναφοράς στην καινοτομία και την φαντασία κατ'επέκταση.
Ο Σπιταμπελος στο μπουζούκι, ο Χιώτης κρατώντας την κιθάρα, ο φωτογράφος Βλαντικας καθισμένος στην καρέκλα και κάποιοι άλλοι φίλοι (Αθήνα, 1938)
Σχετικά με το συνθετικό του έργο
Η δισκογραφία του Χιώτη, σύμφωνα με το υλικό του Μανιάτη, είναι πολύ μικρή όσον αφορά την σύνθεση, γι αυτό τον λόγο θα παραθέσω τα κομμάτια που έγραψε αυτήν την περίοδο και θα ασχοληθώ με κάποια από αυτά μονο κατά ένα μέρος καθώς δεν είναι δυνατό να αναλυθούν σε ένα μόνο άρθρο.
ΑΠΟΨΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕΘΥΣΩ, ΕΤΟΣ: 1938 COLUMBIA ΕΛΛΑΔΟΣ DG-6438/CG-1836, ΣΥΝΘΕΣΗ: ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ, ΣΤΙΧΟΙ: Μ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΝΙΚΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ
ΠΑΡΑΠΟΝΙΕΣΑΙ ΚΑΙ ΜΟΥ ΛΕΣ, ΕΤΟΣ: 1939 ODEON ΕΛΛΑΔΟΣ GA-7202/GO-3279, ΣΥΝΘΕΣΗ: ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ, ΣΤΙΧΟΙ: ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ, ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ
ΣΠΑΝΙΟΛΑ ΟΜΟΡΦΗ, ΕΤΟΣ: 1939 ODEON ΕΛΛΑΔΟΣ GA-7202/GO-3280, ΣΥΝΘΕΣΗ: ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ, ΣΤΙΧΟΙ: ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ, ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΛΕΣ ΤΟ ΝΑΙ ΚΑΙ ΣΥ, ΕΤΟΣ: 1940 COLUMBIA ΕΛΛΑΔΟΣ DG-6589/CG-2125, ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ: ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΑΝΕΙΟ, ΕΤΟΣ: 1940 HIS MASTER'S VOICE ΕΛΛΑΔΟΣ AO-2680/OGA-1074, ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ: ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ, ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
Πιο πέρα από το Τζάνειο: Τραγούδι σε Μοντέρνο Ζειμπέκικο, με βασικό δρόμο τον Νιαβέντ και τονικότητα Ρεb, στην πρώτη εκτέλεση.
Αν μελετήσει κάποιος το κομμάτι, θα καταλάβει ότι πρόκειται για ένα ζειμπέκικο τσιτσανικού προπολεμικού ύφους. Πιο συγκεκριμένα οι χρονικές αξίες των νοτών του κομματιού συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με ανάλογα ρυθμολογικά κομμάτια του Τσιτσάνη (βλέπε η Νταίζη, Για μια ξανθούλα) αλλά και παρεμφερή (βλέπε Αγαπώ μια παντρεμένη).
Επίσης, αν παρατηρήσει κανείς θα διαπιστώσει πως έχει ομοιότητα στην διάρκεια του μοτίβου με των σχετικών του Τσιτσάνη στα κομμάτια που προαναφέρθηκαν.
Τα συμπεράσματα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι ο Χιώτης ήταν ανήσυχο πνεύμα, το οποίο ήταν ενήμερο για τα μουσικά δρώμενα της εποχής και φρόντιζε να τα μελετάει και να αξιοποιεί τα στοιχεία, που θεωρούσε αυτός ότι έπρεπε να το κάνει. Δυστυχώς, δεν μπορώ να γνωρίζω τα κριτήρια με τα οποία το έκανε αυτό.
Στη συνέχεια, το χρωματικό που βρίσκεται στην πρώτη volta της εισαγωγής, είναι ένα παράδειγμα της εμβάθυνσης του νεαρού τότε Χιώτη σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την καινοτομία. Γι'αυτόν τον λόγο και η σύνθεσή του αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται από αυτό το χρωματικό μεταξύ άλλων.
Έπειτα το κουπλέ και το ρεφρέν παρουσιάζει επίσης ομοιότητα στον χαρακτήρα της με τα κομμάτια εκείνα των τελευταίων προπολεμικών χρόνων, τα οποία αρχίζουν και δείχνουν την μεταστροφή τους σε κάτι διαφορετικό, δηλαδή αυτό που θα χαρακτηριστεί μετέπειτα και θα κυριαρχήσει μεταπολεμικά ως ρεμπετο-λαϊκό μεταιχμίο ανάμεσα στις περιόδους του "ρεμπέτικου" και του "λαϊκού".
Ο Χιώτης φωτογράφος ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, το 1939. Στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας υπάρχει η αφιέρωση "ενθύμιον στον πολύ αγαπημένο μου φίλο Μήτσο Γκόγκο Εμμ. Χιώτης".
Εν κατακλείδι λοιπόν, το συνθετικό έργο και το παίξιμο του νεαρού Χιώτη, αν και δεν είναι μεγάλο ποσοτικά, έχει μεγάλο βάθος στο περιεχόμενό του.
Το γεγονός αυτό μας προιδεάζει για το ότι ο Χιώτης, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, δεν ήταν μια απλή περίπτωση, αλλά μια ξεχωριστή μουσική προσωπικότητα, η οποία με την δική της διαμορφωμένη αντίληψη και χάρισμα δημιούργησε την δική της σχολή, έλαμψε μεταπολεμικά με το έργο της και αποτελεί σημείο αναφοράς για το ίδιο μπουζούκι.
ΠΗΓΗ. musicheaven.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου