Ο Λάκης Καρνέζης, από τους σπουδαιότερους σολίστες του μπουζουκιού, μαζί με τον Κώστα Παπαδόπουλο αποτέλεσαν για πολλά χρόνια το πιο διάσημο δίδυμο της δισκογραφίας.
Του Χρήστου Βιδινιώτη
Συνέντευξη του 2014
Με τεράστια εμπειρία στο studio αλλά και στα πάλκα και συνεργασίες με τους μεγαλύτερους συνθέτες και τραγουδιστές όπως ο Θεοδωράκης, ο Τσιτσάνης, ο Μούτσης, ο Άκης Πάνου, ο Καζαντζίδης και πολλοί άλλοι. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Νορβηγία.
Δεν είχε τύχει πότε να τον δω ζωντανά σε κάποια συναυλία ή σε μαγαζί αλλά πάντα παρακολουθούσα την πορεία του μέσα από τους δίσκους.
Μετά από παρέμβαση
του φίλου Πάρη Μήτσου κατάφερα να βρεθώ μαζί του στο
λίγο διάστημα που βρέθηκε στην Ελλάδα. Ο ίδιος ένας άνθρωπος γλυκός και
ευγενικός μου μίλησε για την πορεία του και το ξεκίνημά του.
Γεννήθηκα στην Κοκκινιά το 1937 από γονείς Μικρασιάτες πρόσφυγες και
μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι που μας είχανε δώσει με ένα δωμάτιο και μια
κουζίνα. Εκεί μέναμε οι γονείς μου και η οικογένεια της μάνας μου, τρία
κορίτσια, ένα αγόρι και ο παππούς.
Και αργότερα γεννήθηκε η αδερφή μου η
Δήμητρα, ο αδερφός μου ο Σταύρος. Εγώ είμαι ο μικρότερος. Όταν
γεννήθηκα εγώ οι γονείς μου είχανε νοικιάσει ένα άλλο σπίτι στην
Χαλκηδόνα, στην Κοκκινιά. Εκεί έζησα με τον πόλεμο. Το 1942 όμως οι
γονείς μου χώρισαν και αναγκαστήκαμε να φύγουμε γιατί δεν είχαμε να
πληρώσουμε το νοίκι. Έτσι γυρίσαμε στον παππού μου όπου έμεινα μέχρι που
απολύθηκα από φαντάρος.
Η πρώτη σας επαφή με τη μουσική;
Στη γειτονιά είχαμε δύο κουρεία. Ένα απέναντι από το σπίτι μου και ένα
λίγα μέτρα πιο κάτω. Εγώ πήγαινα στο δεύτερο και κουρευόμουνα. Εκεί είχε
και μια κιθάρα. Κάποια μέρα ήρθε ένα ανάπηρος να κουρευτεί.
Αυτός είχε τα πόδια κομμένα πολύ ψηλά και είχε μια τάβλα με ρουλεμάν που καθόταν επάνω και την κινούσε με τα χέρια. Αυτός έπαιζα κιθάρα αλλά εγώ δεν το ήξερα. Έτσι εκείνη την μέρα τον βρίσκω έξω από το κουρείο να παίζει την κιθάρα του κουρέα. Εγώ έπαθα πλάκα.
Δεν είχα ξανακούσει τέτοιον ήχο. Μόλις πήγα σπίτι βρήκα ένα μικρό κομμάτι χαρτόνι, του έβαλα και ένα λάστιχο και έκανα πως έπαιζα κιθάρα. Αυτή ήτανε η πρώτη και καθοριστική για μένα επαφή με τη μουσική.
Έφτιαξα κιθάρα με χαρτόνι και προσπαθούσα
να παίξω αλλά δεν έβγαινε ήχος. Αργότερα έφτιαξα μια κιθάρα από ένα
κομμάτι ξύλο που τυλίγανε τα υφάσματα. Το έκοψα όπως μπορούσα, του έβαλα
και πάτο και χαρτόνι γύρω-γύρω να κλείσει. Στην αποθήκη του σπιτιού μου
υπήρχε ένα μαντολίνο κατεστραμμένο. Έβγαλα το μάνικο, που δεν είχε ούτε
καν τάστα επάνω και το έβαλα στην αυτοσχέδια κιθάρα. Αφού του έβαλα και
τάστα από ένα σύρμα που είχα βρει και χορδές, άρχισε να έχει φωνή. Όπως
καθόμουνα μια μέρα στα σκαλιά έξω από το σπίτι και έπαιζα με βλέπει ο
παραγιός του κουρέα απέναντι από το σπίτι που έπαιζε και αυτός κιθάρα
και μου λέει: έλα να στη κουρδίσω. Τότε μου έδειξε και το πρώτο μου
τραγούδι. Το μισό κουπλέ από το «Εσύ ‘σαι η αιτία που υποφέρω» του
Χιώτη. Μετά έβγαλα μόνος μου θυμάμαι τη «Σαμιώτισσα».
Από ακούσματα εκείνη την εποχή;
Δεν είχαμε. Δεν υπήρχε ραδιόφωνο και δεν ακούγαμε τίποτα. Ελάχιστα
σπίτια είχαν τότε. Μετά την κατοχή όταν τέλειωσε ο πόλεμος άρχισε το
ραδιόφωνο να βάζει λαϊκά συγκροτήματα.
Θυμάμαι το συγκρότημα του Ζαμπέτα που έπαιζε τότε. Συνέχισα λοιπόν να μελετάω κιθάρα και πήγαινα και στον κουρέα και έπαιζα με την δικιά του. Ήτανε δεξιά όμως και έπαιζα ανάποδα.
Μια μέρα του φεύγει ο παραγιός του και μου λέει: δεν έρχεσαι να δουλέψεις εδώ;
Εγώ τότε πήγαινα έκτη δημοτικού. Μόλις μου το είπε το είπα στη μάνα μου γιατί είχαμε ανάγκη από χρήματα και διέκοψα το σχολείο και πήγα για δουλειά. Βέβαια το σπουδαιότερο για μένα δεν ήταν το μεροκάματο αλλά ότι θα ήμουνα με την κιθάρα συνέχεια.
Φυσικά δεν μπορούσα να γυρίσω τις χορδές γιατί ερχόντουσαν πελάτες και κουρευόντουσαν και παίζανε κιθάρα. Εκεί ερχότανε και το Τρίο Μπελκάντο που ήτανε εξαιρετικοί κιθαρίστες και φωνές.
Ο κουρέας λεγότανε Θόδωρος Αλεξανδρίδης και ήτανε για μένα καλύτερα από πατέρας μου. Όταν έπαιζα με την κιθάρα ποτέ δεν μου είπε τίποτα ακόμα και να είχαμε πελάτη. Με έβλεπε και με άφηνε να παίζω. Μια μέρα έρχεται ένας πελάτης και τον ρώτησε αν πουλούσε την κιθάρα. Και του την πούλησε.
Όμως αγόρασε μια άλλη από τον Ονίκ Τσακιριάν αλλά ήτανε πιο μεγάλη σε όγκο και με δυσκόλευε έτσι μικρός που ήμουνα. Μετά από μια εβδομάδα αυτός που είχε αγοράσει την κιθάρα την έφερε πίσω γιατί δεν τον βόλευε και ο κουρέας με ρώτησε αν ήθελα να την αγοράσω εγώ για 70 δραμχές.
Εγώ έβγαζα 50
δραχμές τη βδομάδα και με αυτά αγοράζαμε ψωμί. Του λέω κυρ-Θόδωρε εγώ
δεν έχω λεφτά για να την αγοράσω… και μου λέει πάρτην και θα μου τα
δίνεις σιγά σιγά. Ούτε θυμάμαι βέβαια αν του τα έδωσα ποτέ… Έτσι μόλις
την πήρα γύρισα και τις χορδές και ξεκίνησα πλέον να παίζω και να
μελετάω με κανονικό όργανο.
Δηλαδή η πορεία σας ξεκίνησε από το κουρείο.
Το κουρείο εγώ το λέω ωδείο για μένα. Αυτό το λέω γιατί κάποια στιγμή ο
θείος μου με πήγε να με γράψει στο ωδείο στον Πειραιά.
Μόλις ήρθε ο δάσκαλος με ρώτησε αν ξέρω να παίζω κιθάρα και είπα ότι παίζω λίγα πράγματα. Με ρώτησε να παίζω με πένα ή με δάχτυλα. Μόλις του είπα με πένα δεν με πήρε και με έδιωξε.
Αυτό ήτανε το πρώτο χαστούκι για μένα. Ήμουνα μικρό παιδί και με πλήγωσε πολύ. Μετά πήγα σε έναν στη γειτονιά που παρέδιδε μαθήματα και έκανα τρία μαθήματα.
Όπως σου είπα όμως στο κουρείο ερχόντουσαν παιδιά που παίζανε κιθάρα και είχαμε επαφές. Μια μέρα έρχεται ένας που ήξερε νότες και μου λέει για να δω τα βιβλία σου.
Μόλις τα είδε μου λέει αυτά που σου γράφει δεν είναι σωστά. Τι ήτανε να
μου το πει, δεν ξαναπάτησα για μάθημα. Αυτή ήτανε το δεύτερο χαστούκι.
Έτσι δεν έμαθα ποτέ νότες και να διαβάζω μουσική.
Μέχρι πότε κρατήσετε την κιθάρα;
Εκείνα τα χρόνια στο κουρείο ερχότανε ένας σπουδαίος κιθαρίστας ο Λάκης
ο Ματθαίου. Αυτός είχε πάρει τη θέση από κάποιον που είχε φύγει από το
Τρίο Μπελκάντο. Αργότερα έπαιξε και μπουζούκι με το Ζαμπέτα.
Όταν με πρωτοάκουσε ο Λάκης έπαιζα ένα τραγούδι του Πολυμέρη την «Αννιώ». Σε ένα σημείο το τραγούδι έχει μια ντιμινουΐτα. Εγώ φυσικά δεν την ήξερα και δεν την έπαιζα. Μου την έδειξε ο Λάκης. Ερχότανε στο κουρείο όλο το πρωί, έφευγε το μεσημέρι και το απόγευμα ερχόταν πάλι.
Με τις ώρες παίζαμε μαζί και έμαθα πολλά από αυτόν. Κάποια στιγμή τον έχασα. Ξεκίνησε να παίζει μπουζούκι με τον Ζαμπέτα στο Αιγάλεω.
Όταν άκουσα στο ραδιόφωνο το συγκρότημα του Ζαμπέτα που έπαιζε και ο Λάκης, τα μπουζούκια με μαγέψανε. Άρχισα τότε να θέλω μπουζούκι αλλά φυσικά δεν υπήρχανε λεφτά. Εκεί στη γειτονιά υπήρχε ένα παιδί που είχε μπουζούκι και πήγαινα και το ζήταγα. Το έπαιρνα για λίγες ώρες, γύριζα τις χορδές αριστερά και όταν το επέστρεφα τις γύριζα πάλι δεξιά.
Με αυτό ξεκίνησα και μπουζούκι. Μια μέρα με ακούει ο Λάκης τυχαία και λέει να πάω μαζί του σε ένα μαγαζί που δούλευε.
Εγώ όμως έπαιζα ήδη σε ένα μαγαζί κιθάρα
κάθε Κυριακή με ένα γκρουπ και έπαιρνα 70 δραχμές από τη χαρτούρα, γιατί
δεν είχαμε μεροκάματο. Μετά πήγα στο Μουράτη, ένα άλλο μαγαζί και
παίζαμε Τετάρτη και Σαββατοκύριακο με ποσοστά 20%.
Από ότι ξέρω εκείνη την εποχή βρεθήκατε και με τον μετέπειτα συνεργάτη σας τον Κώστα Παπαδόπουλο.
Ο Κώστας είχε ένα θείο το Γιάννη το Γιάκαλο που ήτανε πολύ καλός
μπουζουξής. Αυτός έπαιζε αριστερά μπουζούκι σαν κι εμένα αλλά με δεξί
μπουζούκι.
Δεν του γύρισε ποτέ τις χορδές! Στην Κοκκινιά είχαμε δυο μαγαζιά το ένα απέναντι από το άλλο. Του Κεφάλα και του Περιβόλα. Εμείς πιτσιρίκια στηνόμασταν έξω από τις τζαμαρίες να δούμε και να ακούσουμε τα μπουζούκια της εποχής.
Εκεί έπαιζε ο Μπέμπης, ο Νούρος, ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης… Περάσανε πολλοί από αυτά τα μαγαζιά. Ο θείος του Κώστα δούλευε στου Περιβόλα. Μια φορά πίσω από τον Γιάκαλο είδα έναν πιτσιρικά να κρατάει μπαγλαμά. Ήτανε ο Γιαννάκης ο Αγγέλου, ένα καταπληκτικό ταλέντο.
Μόλις είδα εγώ τον πιτσιρικά είπα να πάω να τον ρωτήσω αν
μπορούσε να με πάρει μαζί. Με άκουσε και μου λέει: ξέρεις έχω έναν
ανιψιό που είσαστε στην ίδια ηλικία και παίζει μπουζούκι, πήγαινε να τον
βρείς. Έτσι βρήκα τον Κώστα και άρχισε η κοινή μας πορεία. Κάθε μέρα
ήμασταν μαζί και παίζαμε με τις ώρες.
Η πρώτη δουλειά σαν επαγγελματίας μπουζουξής δίπλα σε κάποιο γνωστό τραγουδιστή;
Πρέπει
να ήτανε το 1954 στην Κρήτη με το Λουκά Νταράλα και μετά με την Καίτη
Γκρέυ. Εκεί με πήγε ο Στέλιος Σουγιουλτζής, κιθαρίστας και τραγουδιστής.
Εκεί δούλεψα πλέον με μεροκάματο. Δουλέψαμε ένα χρόνο με τη Γκρέυ και το 1955 μου λέει αύριο πάμε στην Κολούμπια να γράψουμε.
Γράψαμε 2 τραγούδια. Το ένα ήτανε του Δερβενιώτη με τίτλο «Το τραγούδι της καρδιάς μου» και το είπε ο Καζαντζίδης. Εκεί έπαιξα με τον Ανέστο Αθανασίου μπουζούκι που έπαιζε με τον Τσιτσάνη. Έπαιξα το σιγόντο. Το άλλο δυστυχώς τραγούδι δεν το θυμάμαι.
Πόσο δύσκολη ήτανε η διαδικασία της εγγραφής εκείνη την εποχή;
Ήτανε αρκετά δύσκολη. Τότε γράφαμε όλοι μαζί και το τραγούδι έπρεπε να
βγει μια κι έξω. Αν γινότανε κάποιο χοντρό λάθος σταματούσαμε και το
πηγαίναμε από την αρχή.
Πολλές φορές αν γινότανε ένα λάθος από κάποιο μουσικό που δεν ήτανε τόσο σημαντικό και ο τραγουδιστής το είχε πει ωραία το κομμάτι τότε το αφήναμε και πέρναγε. Αυτό μπορείς να το διαπιστώσεις σε παλιούς δίσκους.
Μια φορά ήτανε να κάνω πρόβα με το
Στέλιο το Χρυσίνη το μαέστρο για να γράψουμε ένα τραγούδι της Γκρέυ. Με
ρώτησε αν έχω και κάποιο άλλο μπουζούκι να παίξουμε μαζί και πήρα τον
Κώστα. Έτσι ξεκινήσαμε στο στούντιο μαζί.
Παίζατε τα σιγόντα στους δίσκους. Πόσο δύσκολο είναι αυτό;
Είναι αρκετά δύσκολο. Για μένα ήτανε διπλή δουλειά. Έπρεπε να μάθω τα
πρίμα πρώτα και μετά τα σιγόντα. Επίσης να μάθεις καλά και τις αρμονίες
του τραγουδιού. Εγώ λόγω τις κιθάρας είχα πιο εύκολα τις αρμονίες και
πολλές φορές επειδή έβαζα σιγόντα περίεργα αλλάζαμε και τις αρμονίες
γιατί ακουγότανε καλύτερα.
Ξεκινήσατε με κιθάρα και ίσως
θα ήτανε πιο εύκολο για εσάς να παίξετε τετράχορδο μπουζούκι που ήτανε
και η μόδα τότε της εποχής. Πως και δεν παίξατε ποτέ;
Δεν
το άλλαξα ποτέ το τρίχορδο. Δεν ξέρω να σου πω γιατί. Ίσως γιατί μου
άρεσε περισσότερο ο ήχος, ίσως γιατί το ήξερα καλύτερα…. Πάντως δεν το
άλλαξα ποτέ.
Έχετε συνεργαστεί με πάρα πολλούς συνθέτες,
λαϊκούς και έντεχνους. Θα ήθελα να σταθώ στη συνεργασία σας με τον Άκη
Πάνου και να μου πείτε δυο λόγια.
Ο Άκης μας είχε φτιάξει
και τα πρώτα μας μπουζούκια. Μάλιστα τα 2 από αυτά τα έχω ακόμα. Πολύ
καλά όργανα και ο Άκης ήτανε καλός μάστορας. Την περισσότερη δισκογραφία
την παίζουμε με αυτά τα όργανα. Όταν μας τα έφτιαχνε ο Άκης κάναμε και
παρέα.
Να φανταστείς μετά τη δουλειά πηγαίναμε στον Άκη και αυτός δούλευε τότε στο εργαστήριο μέχρι το πρωί. Όταν μας έφτιαξε τα μπουζούκια άρχισε να έρχεται και ο Μπιθικώτσης στην παρέα μας και είχε φτιάξει και σε αυτόν ένα μπουζούκι.
Ο Άκης θυμάμαι μας έδινε στίχους
τότε και σε εμένα και στον Κώστα αλλά εμείς δεν τους παίρναμε. Δεν ξέρω
γιατί αλλά δεν τους παίρναμε. Μετά άρχισε να μπαίνει και ο Άκης στη
δισκογραφία και έκανε και αυτός σπουδαία πράγματα. Ήτανε μεγάλος
συνθέτης.
Μια άλλη πολύ μεγάλη συνεργασία που θέλω να
σταθώ είναι αυτή με το Θεοδωράκη. Γενικά είναι γνωστά πολλά πράγματα γι
αυτήν αλλά θέλω να μου σταθούμε ένα περιστατικό που έγινε στη Νάουσα για
το οποίο δεν έχετε τοποθετηθεί ποτέ δημόσια.
Αυτό συνέβη
αν θυμάμαι καλά το ’61 με ’62. Έκανε θυμάμαι περιοδεία ο Καραμανλής. Από
τι μια πήγαινε ο Καραμανλής και από την άλλη εμείς. Είχαμε κλείσει και
μια εμφάνιση σε έναν κινηματογράφο στη Νάουσα. Τότε δεν υπήρχανε τα
θέατρα και παίζαμε σε κινηματογράφους.
Μόλις φτάσαμε στη Νάουσα μας λέει αυτός που είχε το κινηματογράφο ότι δεν μπορούσε να μας το δώσει για τη συναυλία γιατί θα παίζαμε μέσα. Ενώ το είχαμε ήδη κλείσει. Τελικά μας λέει μπορώ να σας δώσω την ταράτσα. Πήγαμε λοιπόν στην ταράτσα και αρχίσαμε να στήνουμε τα όργανα. Ο κόσμος πολύς από κάτω αλλά δεν μπαίνανε μέσα.
Στην πόρτα υπήρχε μόνο ένας χωροφύλακας. Ο Μίκης είπε αφήστε τον κόσμο να μπει μέσα ελεύθερα χωρίς εισιτήριο.
Ο εφοριακός που ήτανε εκεί λέει: κύριε Θεοδωράκη πρέπει να πληρωθεί το ΦΠΑ. Και τότε ο Μίκης είπε: θα το πληρώσω εγώ, αφήστε τον κόσμο να ανέβει.
Μαζί μας ήτανε η Αλέκα Παϊζη η ηθοποιός και ο Τάσος Λειβαδίτης. Τραγουδιστής ο Μπιθικώτσης.
Με το που ξεκινάμε δεν προλάβαμε να παίξουμε μισό τραγούδι και σβήνουν τα φώτα. Επικρατεί ένας πανικός και πάμε στον πίνακα να δούμε τι γίνεται. Κάποιος είχε βγάλει την ασφάλεια. Την βρήκαμε, την βάλαμε και ανεβήκαμε να συνεχίσουμε. Μόλις ξεκινήσαμε πάλι τα ίδια. Εμείς όμως είχαμε βάλει έναν δικό μας να φυλάει και τον έπιασε αυτόν που το έκανε.
Σταματάει ο Μίκης τη συναυλία και αποφασίζουμε να πάμε στο τμήμα. Ο χωροφύλακας τον έχει πιάσει τον τύπο από το χέρι και βαδίζουμε όλοι μαζί. Σ’ ένα σημείο λίγο πριν το τμήμα σε κάτι χωράφια ο χωροφύλακας τον αφήνει και φεύγει και χάθηκε μέσα στα σκοτάδια. Στο δε τμήμα δεν υπήρχε κανείς!!!
Γυρίζουμε πίσω, με τον κόσμο μαζί. Ο Μπιθικώτσης κάθεται στο αυτοκίνητο με τον Κώστα το Παπαδόπουλο. Ο Μίκης του λέει Γρηγόρη πάμε να συνεχίσουμε. Δεν το έβαζε κάτω ο Μίκης.
Ο Γρηγόρης λέει: βρε Μίκη θα μας σκοτώσουνε. Δεν πειράζει λέει ο Μίκης εγώ θα συνεχίσω έστω και μόνος μου. Αν ο Μίκης δεν ήτανε αυτός που ήτανε με τέτοιες αντιστάσεις δεν θα είχε καταφέρει τόσα πολλά. Το έλεγε η ψυχή του.
Ανεβήκαμε λοιπόν όλοι οι μουσικοί και μετά αφού μας είδανε ανεβήκανε και ο Κώστας με το Γρηγόρη. Μόλις αρχίζουμε πάλι, γύρω γύρω είχε δέντρα και επάνω είχε ανέβει κόσμος και άρχισε να μας πετάει πέτρες.
Περνούσανε οι πέτρες ξυστά από τα κεφάλια μας. Τότε και ο κόσμος είπε να σταματήσουμε γιατί θα μας σκοτώσουν και έτσι έληξε η συναυλία πριν καν ξεκινήσει. Ευτυχώς κανείς δεν χτύπησε.
Πήγαμε στα δωμάτια μας τρομοκρατημένοι να κοιμηθούμε. Την άλλη μέρα ήτανε να πάμε νομίζω Αλεξανδρούπολη και ήρθανε κάποιοι από εκεί και μας είπανε να μην ξεκινήσουμε γιατί μας την είχανε στημένη στο δρόμο να μας κάνουνε κακό.
Έτσι γυρίσαμε Αθήνα. Ο Μίκης έκανε καταγγελίες και διοργανώσαμε μια
συναυλία διαμαρτυρίας στον κινηματογράφο IDEAL.
Τα τελευταία χρόνια μένετε μόνιμα στην Νορβηγία. Πως βρεθήκατε εκεί;
Είχα πάει πριν χρόνια για συναυλίες με το Μίκη. Πέρασαν κάτι χρόνια από
τότε και ο Μίκης άρχισε να γράφει κάποια κλασικά έργα του. Ήτανε στο
Παρίσι τότε. Έτυχε μια δουλειά τότε στη Νορβηγία και με πήρε ο Μίκης να
πάω μόνος μου και όλοι οι άλλοι θα ήτανε μουσικοί από εκεί.
Εγώ τότε μόλις είχα χωρίσει από την πρώτη μου γυναίκα και το είδα σαν ξέσπασμα και πήγα. Οι μουσικοί ήτανε απίστευτοι. Μεγάλοι μουσικοί. Τα έργα του Μίκη μεταφρασμένα στα Νορβηγικά. Έκατσα 3 μήνες εκεί με μεγάλη επιτυχία. Το καλοκαίρι ξαναπήγα.
Μετά από ένα χρόνο με πήρανε από το Όσλο να ανεβάσουμε πάλι το ίδιο έργο αλλά με άλλους ηθοποιούς και θέλανε εμένα που ήξερα το έργο. Έτσι το ΄82 πήγα πάλι για 3 μήνες.
Εκεί γνώρισα και
τη δεύτερη γυναίκα μου που δουλεύει στο θέατρο στη Νορβηγία. Έτσι έμεινα
πλέον μόνιμα εκεί και συνεχίζω να παίζω και να κάνω παραστάσεις ακόμα
και σήμερα με τους ντόπιους.
Ποιος είναι για εσάς ο καλός παίχτης;
Ένας καλός παίχτης πρέπει να έχει και μουσικότητα και τεχνική. Δεν
γίνεται να είσαι βιρτουόζος και να μην μπορείς να παίξεις τα απλά
πράγματα. Δεν είναι ανάγκη να είναι απλά γρήγορος. Δεν είναι κακό
στοιχείο αυτό αλλά αν σου λείπει και το απλό είσαι μισός.
Πρέπει να
έχεις και την ψυχή στις απλές νότες και να μπορείς να ανταποκριθείς στις
απαιτήσεις του συνθέτη. Η ψυχή δεν διδάσκεται. Ο κάθε ένας βγάζει στο
όργανο την δική τη ψυχή. Να παίζουνε με ψυχή.
Μπορεί να είστε μακριά αλλά ξέρω ότι παρακολουθείται τα μουσικά δρώμενα. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχει λαϊκή μουσική;
Η λαϊκή μουσική πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Η διαφορά είναι μία.
Σε όλα τα είδη της μουσικής υπάρχουν αυτά. Κάποια στιγμή έρχεται στην
επιφάνεια το καλό αλλά έρχεται από κάτω και η σαβούρα. Πάντα υπάρχει και
η κακή και η καλή «ποιότητα».
Από εκεί και πέρα ίσως εξαρτάται και από
τους παραγωγούς που μπορεί να έχει διαμάντια τραγούδια αλλά να θέλει να
προωθήσει κάποια άλλα κατώτερης αισθητικής. Η μουσική δεν χάνεται. Όσο
και να την πιέσουνε δεν μπορούν να την αλλοιώσουν και να την πειράξουν.
Θα βρει το δρόμο της.
Τι θα συμβουλεύατε κάποιον που θα ήθελε να ασχοληθεί με το μπουζούκι;
Να αγαπάει αυτό που κάνει και να μην μετράει ώρες. Πόσο θα παίξει και πότε. Να μελετάει διαρκώς και να βγάζει ψυχή…
ΠΗΓΗ. ogdoo.gr
ΒΙΝΤΕΟ.
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ -ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ - Λ.ΚΑΡΝΕΖΗΣ - Κ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου