ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

31 Μαΐου 2020

Φώτης Πολυμέρης: Ο λαϊκός αριστοκράτης (1920 - 28 ΜΑΙΟΥ 2013)







Ο μεγάλος κανταδόρος του ελληνικού τραγουδιού





 Ο Φώτης Πολυμέρης ήταν-είναι, κατά πολλούς, ο κορυφαίος τραγουδιστής της εποχής του, αλλά και ένας ικανός συνθέτης - τραγουδοποιός, που μας χάρισε εξαίσιες δημιουργίες (Η κιθάρα του πατέρα, Το τραγούδι του αλήτη, Το βεσπάκι το κορίτσι μου κι εγώ κ.ά.) - δημιουργίες που δυστυχώς επιλέγονται όλο και σπανιότερα από τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς.

Ο Φώτης Πολυμέρης ήταν-είναι ένας γνήσιος λαϊκός καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος «της διπλανής πόρτας», που δεν καβάλησε ποτέ το καλάμι και δεν ξέχασε τις κοινωνικές του ρίζες• κι ακόμα, ένας άνθρωπος που -μέχρι τα βαθιά του γεράματά του και το φιάλε της ζήσης του- ξέρει ν’ αγγίζει το λαϊκό αισθητήριο και να μιλά απλά, ζεστά και κατανοητά, χωρίς τις ανόητες επάρσεις πολλών νεότερων προβεβλημένων ομοτέχνων του (που θα χρειαστούν πολλά τακούνια για να αποκτήσουν κάποιο καλλιτεχνικό ανάστημα, διακριτό και στο μέλλον).

Η ικανότητά αυτή του Πολυμέρη πιστοποιείται και μέσα από την απολαυστική αυτοβιογραφία του «Των αναμνήσεων η λιτανεία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Άγκυρα», με την επιμέλεια της κόρης του Φανής Πολυμέρη - Τσεμπερούλη.


Κεφαλλονίτικης καταγωγής από μάνα και πατέρα ο Φώτης Πολυμέρης, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1920 (συντοπίτης αλλά και συνομήλικος του Τώνη Μαρούδα) και ήταν γόνος πολυμελούς φτωχής οικογένειας, που στα 1930 αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα -στη συνοικία του Κολωνού- για την ανεύρεση καλύτερης τύχης.




Εκεί τα πράγματα δεν ήλθαν όπως τα περίμενε κανείς και ο νεαρός Φώτης, πριν καν μπει στην εφηβεία, αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο, άλλοτε ως βιοτεχνικός εργάτης, άλλοτε ως μικροπωλητής της οδού Αθηνάς, άλλοτε ως ο «μικρός του καταστήματος» και τελικά ως κλητήρας - υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας.


 Παράλληλα, από αυτήν την εποχή εξεδήλωσε το πάθος για το τραγούδι, ένα πάθος απότοκο και της επτανησιακής του καταγωγής.

Κάπου στις αρχές της εφηβείας του ο Πολυμέρης εντάχτηκε σε ένα νεανικό μουσικό ερασιτεχνικό γκρουπ και στα δεκαπέντε του είχε την τύχη να βρεθεί στον δρόμο του νεαρού αυτοδίδακτου συνθέτη Γιάννη Βέλλα (ξυλουργού στο επάγγελμα), με το χαβανέζικο συγκρότημα του οποίου -τους «Μποέμ»- έκανε την πρώτη του ηχογράφηση στην Κολούμπια (1935). 


Έναν χρόνο αργότερα άρχισε την καριέρα του ως τραγουδιστής στο κέντρο «Φλώριδα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και μετά στην ταβέρνα του Σεϊμένη, κοντά στον Άγιο Μελέτη, και την ίδια εποχή… βρέθηκε ενώπιον του νόμου, κατηγορούμενος ως κανταδόρος! 

Όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του, στην καντάδα εκείνη - για κάποια όμορφούλα Θέκλα από το Περιστέρι - είχε πάρει μέρος και ένας ψιλόλιγνος νεαρός, ο 15χρονος Γρηγόρης Μπιθικώτσης!

Το 1937 ο Φώτης Πολυμέρης γνωρίστηκε με τον 22χρονο τραγουδιστή Νίκο Γούναρη, με τον οποίο ανέπτυξε σχέση στενής καλλιτεχνικής συνεργασίας αλλά και θερμής φιλίας, μια σχέση που άνθεξε στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν. 

Κι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αλλά και συγκινητικό ότι στο προαναφερόμενο βιβλίο του αφιερώνει σελίδες επί σελίδων στον αγαπημένο του φίλο, ο οποίος -ως γνωστόν- έφυγε πρόωρα από τη ζωή στα πενήντα του χρόνια (1965), χτυπημένος από την επάρατο…

Η κυρίως καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Φώτη Πολυμέρη θεωρείται ότι ξεκινά το 1938, οπότε εγκαταλείπει κάθε άλλη επαγγελματική ενασχόληση για να αφιερωθεί αποκλειστικά στο τραγούδι. 


Έκτοτε και για κάπου 35 χρόνια παραμένει μάχιμος καλλιτέχνης και γράφει σπουδαίες σελίδες στην ιστορία της νεοελληνικής ελαφράς μουσικής -και όχι μόνο- αρχικά σε φωνητικό σύνολο με άλλους (σε ντουέτο με τον Νίκο Γούναρη και κατόπιν στα πλαίσια του «Τρίο Μουτσάτσος» με τους αδελφούς Μαλλίδη) και στη συνέχεια μόνος του. 

Η μεγάλη του ανέλιξη ξεκινά μετά τον πόλεμο και κορυφώνεται στα χρόνια του ’50, οπότε και κυριαρχεί στο μουσικό στερέωμα, άλλοτε ως ο ιδανικός ερμηνευτής κορυφαίων επιτυχιών της τελευταίας εικοσαετίας και άλλοτε ως ικανότατος συνθέτης και τραγουδοποιός.

 Εδώ φυσικά, δεν θα καταγράψουμε λεπτομερώς την πολύχρονη και επιτυχημένη πορεία του Φώτη Πολυμέρη (τραγούδησε δα κάπου 400 τραγούδια κι έγραψε περίπου 50) αλλά μόνο κάποια αδρά χαρακτηριστικά της. 

Έτσι, μπορούμε να αναφέρουμε ότι τίμησε με τη μοναδική σε μελωδικότητα φωνή του κορυφαίους συνθέτες σαν τον Αττίκ (Είδα μάτια, Τόσοι σου ’παν σ’ αγαπώ, Μαραμένα τα γιούλια κ.α.), τον Μιχάλη Σουγιούλ (Για μας κελαηδούν τα πουλιά, Ένας κορίτσαρος, Άστα τα μαλλάκια σου, Ας ερχόσουν για λίγο κ.ά.), τον Κώστα Γιαννίδη (Μάρω-Μάρω, Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά, Έτσι είναι η ζωή, Θα ξανάρθεις, Καλό σου ταξίδι, Λες και ήταν χθες, Θα ‘ρθω μια νύχτα με φεγγάρι, Σαν το παλιό το βαλσάκι, Παίξε πλακιώτικη κιθάρα κ.α.), τον Χρήστο Χαιρόπουλο (Νινέτα Νανίνα Νινόν και Νανά, Αχ, ψαροπούλα κ.ά.), τον Μίμη Κατριβάνο (Δυο πράσινα μάτια κ.ά.), τον Γιάννη Βέλλα (Ένα μπουκέτο μενεξέδες, Έλα μια νύχτα ν’ αλητέψουμε, Ήρθες αργά κ.ά.), τον Τάκη Μωράκη (Ήρθες σαν την άνοιξη κ.ά.) και τόσους άλλους σπουδαίους δημιουργούς. 

Σημαντική θέση, εξάλλου, στη νεότερη μουσική μας κατέχουν και οι δικές του συνθέσεις (Σαν τα μάτια τα δικά σου, Δεν σε ξέχασα, Το βαλς της μοναξιάς, Ένα σπιτάκι σ’ ένα χωριουδάκι, Το κρασί, Την ημέρα που θα ‘ρθεις, Δεν με νοιάζει, Ο πόνος της μάνας, Μες στη χαμηλή ταβέρνα, Ποιος σου είπε κ.ά.), που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερο ύφος και μοναδική ευαισθησία. Γράφει σχετικά ο Κώστας Μυλωνάς στην «Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού» (τ. 1, σελ. 296):

«Ένα εντελώς δικό τους ήχο έχουν μερικά τραγούδια που έγραψε ο τραγουδιστής Φώτης Πολυμέρης και ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλά άλλα της δεκαετίας του ’50 για το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ύφος του. 


Το στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτό τον ιδιαίτερο ήχο και τα κάνει να ξεχωρίζουν είναι η απουσία της τυπικής ορχήστρας και η ενορχηστρική τους απόδοση σ’ ένα μικρό κιθαριστικό σύνολο. 

Δοσμένα με το δεξιοτεχνικό τρόπο του ελαφρού κιθαριστικού παιξίματος αυτής της εποχής και με την ερμηνεία του Φώτη Πολυμέρη που τον συνοδεύει ένα αντρικό φωνητικό τρίο, τα τραγούδια αυτά αποκτούν μια εξαιρετική γοητεία και μουσική ταυτότητα».

Το όνομα του Φώτη Πολυμέρη συνδέεται για τους πολλούς, σχεδόν μονοδιάστατα, με το ελληνικό ελαφρό τραγούδι - κι αυτό είναι σε γενικές γραμμές σωστό. 


Ο καλλιτέχνης, όπως προκύπτει και από το βιβλίο του, ανήκει στον κόσμο της λεγόμενης δυτικόπνευσης «ευρωπαϊκής» μουσικής, η οποία κάποτε -πριν από περίπου μισόν αιώνα και βάλε- κατείχε περίοπτη θέση στον χώρο της λαϊκής διασκέδασης. 

Παράλληλα πάντως, και χωρίς να αναιρέσει τη γενική αυτή καλλιτεχνική του προτίμηση, ο Πολυμέρης δεν υποτίμησε καθόλου τα εξ ανατολών ορμώμενα μουσικά μας ακούσματα και επέδειξε βαθύτατο σεβασμό για τη δημοτική και -κυρίως- την αστική λαϊκή μας μουσική. 

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο ρεπερτόριό του ανήκουν (αλλά και εντάσσονται αρμονικά) γνωστές δημιουργίες σπουδαίων λαϊκών συνθετών, όπως π.χ. του Βασίλη Τσιτσάνη (Αραπίνες, Σκλάβα του πασά, Τα σκαλοπάτια σου θα κάνω μαξιλάρι), του Σπύρου Περιστέρη (Αφρικάνα, Φατμέ, Πάμε Μάρω στην Αθήνα) ή του Γιώργου Μητσάκη (Ο ψαράς, Το δικό μου πάπλωμα, Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου).

 Στη σημεία αυτό θα πρέπει να σταθούμε σε δυο σχετικές αναφορές του ίδιου του Πολυμέρη -όπως προκύπτουν από το ευανάγνωστο βιβλίο του- που βεβαιώνουν του λόγου το αληθές: Η πρώτη αναφέρεται στη γνωριμία του με τον Μανόλη Χιώτη -στη διάρκεια της Κατοχής- και στη μεγάλη αλληλοεκτίμηση ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες. 

Κι είναι, μάλιστα, πολύ χαρακτηριστική και η πιο κάτω μουσική πληροφορία (σελ. 148): «Μετά τον πόλεμο πήγαν σ’ ένα μαγαζί [σημ.: οι Χιώτης και Τζουανάκος], στην οδό Αχαρνών αν θυμάμαι καλά. 

Τότε πρωτοείδα τον Μανόλη να παίζει μπουζούκι τρίχορδο. Το τρίχορδο ήταν όργανο ατελές, γιατί την πρώτη και την τρίτη χορδή τις κούρδιζαν στην ίδια νότα. Συζητώντας λοιπόν με τον Μανόλη, του λέω: “Γιατί δεν βάζεις τέταρτη χορδή στο μπουζούκι, να το κουρδίζεις σαν κιθάρα, να έχεις ακόρντα τετράχορδα και ποζισιόνες, θέσεις όπως λένε…”. 

Ο Μανόλης τρελάθηκε από τη χαρά του και το έκανε αυτό με τεράστια επιτυχία. Νομίζω ότι από τότε το μπουζούκι καθιερώθηκε σαν πλήρες όργανο».

Η δεύτερη αναφορά έχει σχέση με την έστω και προσωρινή επαγγελματική θητεία του Πολυμέρη στον κόσμο του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, στο Μεταξουργείο, τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής (μαζί με τους Στέλιο Κηρομύτη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Σπύρο Περιστέρη κ.ά.), όσο και μετά την απελευθέρωση (μαζί με τους Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκο Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Σπύρο Περιστέρη κ.ά.). 

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον πιστεύουμε ότι παρουσιάζει η τελευταία φάση της θητείας αυτής, που τερματίστηκε κάπως έτσι (βλ. Πολυμέρη, ό.π. σελ. 153):  

«Οι πρόγονοί μου είναι Κεφαλλονίτες, άνθρωποι της καντάδας. Το περιβάλλον εκείνο δεν ταίριαζε σε μένα, τίμια πράγματα, στεναχωριόμουν πολύ. Ο Μάρκος όμως ήταν πολύ καλό παιδί κι ένα βράδυ που καθόμασταν μαζί, μου λέει: 

“Πολυμεράκι, σε βλέπω όλο στεναχωρημένο, εσύ είσαι το γελαστό παιδί, γιατί;”. 

“Μάρκο μου, σας αγαπάω όλους, είσαστε καλοί άνθρωποι, μου δίνετε διπλή χαρτούρα, όλα τα καλά, αλλά νιώθω το περιβάλλον ξένο στην ψυχή μου” είπα. “Αν είναι να μας αρρωστήσεις Πολυμεράκι μου, θα σου κάνω εγώ πλάτες να φύγεις” μου λέει. “Έχεις δίκιο, όπως εμείς δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε με ορχήστρες ευρωπαϊκές, δεν μπορείς να κάνεις με τα μπουζουκάκια”. 

Ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του, ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι μου έκανε πλάτες και σταμάτησα απ’ αυτή τη δουλειά».

Ο Φώτης Πολυμέρης υπηρέτησε την τέχνη του έντιμα και καθαρά, χωρίς να ξεχάσει ποτέ τη λαϊκή του καταγωγή και τους άγραφους κανόνες της ευθύτητας, της φιλίας και της συναδελφικότητας. Και δεν είναι τυχαίο, καθόλου τυχαίο, ότι τον τίμησαν με τη φιλία και την εκτίμησή τους (όπως τους τίμησε κι αυτός), άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές - μορφωτικές βαθμίδες, αλλά και πνευματικές μορφές σαν τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Μενέλαο Λουντέμη.

Κλείνοντας, ας υπενθυμίσουμε ότι ο Φώτης Πολυμέρης ανήκε σε μια γενιά που είχε το «προνόμιο» να ζήσει τις δραματικές -αλλά και εξόχως αντιφατικές- εμπειρίες της περιόδου 1940-1949 (πόλεμος - κατοχή - εμφύλιος) και να εισπράξει τοις μετρητοίς τις συνέπειες της ιστορίας. 


Ο ίδιος, όπως και οι πάμπολλοι νέοι της εποχής του εντάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αντίστασης κατά των κατακτητών (το 1988 τιμήθηκε από την πολιτεία με αναμνηστικό μετάλλιο για τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ), ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου κλήθηκε και υπηρέτησε τη θητεία του στον κυβερνητικό στρατό. 


Σε κάθε περίπτωση -και όπως προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου του- οι όποιες αντιφατικές εμπειρίες εκείνης της περιόδου δεν μπόρεσαν να ενσταλάξουν στην ψυχή του μίση και πάθη ασύμβατα με τις προσωπικές του αξίες και τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες…


 Απεβίωσε στις 28 Μαΐου του 2013, σε ηλικία 93 ετών





ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ. ogdoo.gr

ΒΙΝΤΕΟ.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου