Ο λογοτέχνης - ποιητής Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις
11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας.
Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών.
Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες.
Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μαραμπού και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ.
Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού Ο Κύκλος, με έξοδα του ίδιου.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα.
Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών. Την περίοδο αυτή άρχιζε να δημοσιεύει και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη».
Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο.
Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» και το ποίημα «Αντίσταση».
Ο Νίκος Καββαδίας ανέλαβε για ένα διάστημα επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών μέχρι που μπάρκαρε πάλι, ενώ το 1946, μαζί με άλλους διανοούμενους, υπέγραψε διαμαρτυρία κατά του Γ΄ Ψηφίσματος που ήταν ο «θεμέλιος λίθος» του αντικομμουνιστικού οργίου.
Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Πούσι κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο Μαραμπού από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη Βάρδια, το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.
Λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική», όπου αφιέρωσε και το ποίημά του «Σπουδαστές». Στη διάρκεια της δικτατορίας αξιοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις.
Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη.
Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο Τραβέρσο, κάτι που δεν έγινε...
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο Σταυρός του Νότου. Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.“Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια. Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.”
Εργογραφία
Ποίηση
- Μαραμπού (1933)
- Πούσι (1947)
- Τραβέρσο (1975)
- Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
Πεζογραφία
- Βάρδια (1954)
- Λι (1987)
- Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987)
Το μικρό πεζό "Λι" γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the devil and the deep blue sea".
Το διήγημα του Νίκου Καββαδία "Του πολέμου", που εξιστορεί την φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από έναν Αρβανίτη κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γυρίστηκε σε ταινία και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου.
ΠΗΓΗ : 1. http://www.sansimera.gr
2. http://kavvadias.ekebi.gr/
3. http://goo.gl/x62sN
4. e-nautilia.gr
5. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
6. el.wikipedia
ΒΙΝΤΕΟ
1.
2.
Στίχοι:
Νίκος Καββαδίας - ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη, όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια, ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει, κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν, καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε. ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο. Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.» Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο, που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου, κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
ΒΙΒΛΙΑ. docs.google.com
ΠΗΓΗ. ΤΟ ΣΤΕΚΙ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου